Παρασκευή 6 Απριλίου 2007

ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ


Η Μεγάλη Βδομάδα κρύβει πάντα ένα μυστήριο για μένα. Από μικρή, έψαχνα να βρω πίσω από τα λόγια, τα βλέμματα και τις πράξεις των "μεγάλων" τί ακριβώς συνέβαινε αυτές τις μέρες. Το ραδιόφωνο έβαζε κλασσική μουσική απ' το πρωΐ ως το βράδυ, με κάποια διαλλείμματα για να αναμεταδώσει τροπάρια, όπως π.χ. τη Μεγάλη Τρίτη, αργά το απόγευμα, ακούγαμε το Τροπάριο της Κασσιανής με τη γιαγιά μου τη κοντέσσα. Η γιαγιά μου άκουγε, εμένα με έπαιρνε ο ύπνος.

Η γιαγιά μου είχε αδυναμία και στην ιστορία με τις δέκα παρθένες που περίμεναν το Νυμφίο τη Μεγάλη Δευτέρα. Δεν γνώριζα τη σημασία της λέξης "παρθένα" και φανταζόμουν κάτι χαζοχαρούμενες κοπελίτσες ντυμένες νύφες να περιμένουν και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να περιμένουν Εναν τόσες πολλές κοπέλες! Καλά κάναν και κοιμηθήκαν στο τέλος τέλος!

Τη Μεγάλη Τετάρτη, με έστελνε η μάνα μου να πάρω Ευχέλαιο από τη κοντινή μας εκκλησία. Εβαζε ένα μπαμπακάκι σε ένα άλλο μεγαλύτερο κομμάτι μπαμπάκι και τα τύλιγε και τα δυο σε ένα κομμάτι άσπρο χαρτί -δεν υπήρχε ακόμα το νάϋλον τότε- τα έπαιρνα και πήγαινα και έβαζε ο παπάς λίγο λαδάκι στο μικρό κομμάτι του μπαμπακιού, έκανα το σταυρό μου κι έτρεχα πίσω στο σπίτι.

Μια χρονιά που βρέθηκα στο χωριό Μεγάλη Πέμπτη, επέμενα να πάω με τη γιαγιά μου τη χωριάτισσα στην εκκλησία ν' ακούσω τα δώδεκα Ευαγγέλια. Πήγαμε, αλλά κουράστηκα να στέκομαι όρθια και, γύρω στα μεσάνυχτα, με έστειλε σπίτι με τον παπού μου, που νύσταζε κι αυτός.

Τη Μεγάλη Παρασκευή, πηγαίναμε συνήθως με τ' αδέρφια και τα ξαδέρφια μου στον Επιτάφιο του Α' Νεκροταφείου, μια συνήθεια που κράτησε πολλά χρόνια. Μου άρεσε πολύ η ατμόσφαιρα εκεί πέρα, κοντά στους τάφους των προγόνων, είχε φαναράκια και μουσική που με συγκλόνιζε. Μετά, όταν τελείωνε αυτός ο Επιτάφιος, που βγαίνει νωρίτερα απ' όλους τους άλλους, τρέχαμε να προλάβουμε όσο περισσότερους Επιτάφιους γινόταν. Στο τέλος, ξεθεωμένοι από τα τρεχαλητά, καταλήγαμε σε ένα ταβερνείο πίσω από το Ιππκράτειο νοσοκομείο (υπάρχει άραγε ακόμα?) όπου δίναμε τέλος στη νηστεία τόσων ημερών, αμαρτάνοντας με μεγάλη ευχαρίστηση!

Το Μεγάλο Σάββατο, το πρωΐ πηγαίναμε με τον πατέρα μου στο Μαρκόπουλο, όπου ψωνίζαμε το αρνί και δυο σηκωταριές για κοκορέτσι. Μετά, στο σπίτι, ετοιμάζαμε τα ψητά για την άλλη μέρα, του Πάσχα. Η μάνα έφτιαχνε τη μαγειρίτσα κι εμείς οι υπόλοιποι πηγαίναμε στην Ανάσταση λίγα λεπτά πριν το "Χριστός Ανέστη", παίρναμε το Αγιο Φως στις λαμπάδες μας και επιστρέφαμε προσέχοντας να μη σβήσει. Ο πατέρας έκανε ένα σταυρό με τη καπνιά της λαμπάδας στο πρέκι της εξώπορτας και μπαίναμε στο σπίτι.

Μια χρονιά, στα εφτά μου, είχα βρεθεί στο χωριό. Εκεί είδα τον παπού μου τον κτηνοτρόφο να σφάζει το αρνάκι που ήταν ετοιμασμένο για το Πάσχα από τη γέννησή του. Το προσέχαν όλοι αυτό το αρνάκι, το χάϊδευαν, το τάϊζαν καλά, το έλουζαν να είναι καθαρό και ασπροφουφουλιασμένο το κάτασπρο μαλλί του. Ηξερα ότι αυτό το αρνάκι θα σουβλιζόταν, αλλά δεν είχα ξαναδεί σφάξιμο, οπότε επέμενα να δω και ο πατέρας μου το επέτρεψε, είχε δει άλλωστε τόσα πολλά σφαξίματα στη ζωή του.

Ο παπούς μου λοιπόν, ξάπλωσε κάτω το αρνάκι, το πάτησε να μη κουνιέται κι έβαλε το σουγιά του στο λαιμό του και το αρνάκι ξεψύχησε αμέσως. Το σήκωσε και το κρέμασε ανάποδα σε ένα δέντρο, άνοιξε μια μικρή τρύπα στο δέρμα ενός από τα πίσω πόδια, έβαλε εκεί το στόμα του και, φυσώντας δυνατά, φούσκωσε το τομάρι του αρνιού και ξεκόλλησε από τη σάρκα. Τότε, με το θαυματουργό σουγιά του, έκοψε κατακόρυφα το δέρμα από το λαιμό ίσαμε κάτω στην περιοχή της κοιλιάς, και, σιγά σιγά και μαστορικά, ξεκόλλησε την προβιά. Κατόπιν, έβγαλε τα εντόσθια. Το αρνάκι έμεινε γυμνό από το μαλλιαρό παλτουδάκι του και άδειο από τα εντόσθιά του, έτοιμο να αλατοπιπερωθεί και να σουβλιστεί.

Η προβιά, αφού καθαρίστηκε καλά και αφού έμεινε αρκετές μέρες στον ήλιο, χρησιμοποιήθηκε για να ζεσταίνει τα ποδαράκια μου το χειμώνα, να τ' ακουμπώ πάνω της όταν καθόμουν στη καρέκλα και μελετούσα για το σχολείο. Είχαμε αρκετές προβιές στο σπίτι, που φτάναν για να ζεσταίνουν τα πόδια ολλωνών, η μάνα μου όμως δεν τις άντεχε και μόλις έπαιρνε να ζεσταίνει ο καιρός τις εξαφάνιζε.

2 σχόλια:

phivos είπε...

Οι προβιές, ήταν κι εμένα κάτι που 'παιζε διαρκώς στον παιδικό μου κόσμο. Αν και μεις, με τα κατσίκια που είχαμε να κάνουμε, δεν τις είχαμε τόσο απαλές! (μήπως θάπρεπε να τις λέω... κατσικιές;)

Το ξεκάμωμα, δεν το είδα ποτέ. Μα ποτέ. Ηξερα όμως πως αυτό που ψηνόταν, ήταν η πριν λίγες μέρες, παρέα μου!

Πώς θες μετά να έχεις καλή γνώμη για τις παραδόσεις;

Rodia είπε...

Κι όμως Φοίβε! αυτό το ξεκάμωμα είναι προτιμότερο από την ομαδική σφαγή των αμνών...
(και άλλων ζώων, που σκοτώνονται με φοβερούς τρόπους)

Καλό Πάσχα:-))


Metablogging.gr Comments Headline Animator