αυτός που αγαπούσε πολύ τη γλώσσα του
Μια φορά, ήταν ένας που πρόσεχε πολύ τη γλώσσα του. Την αγαπούσε πολύ και για τούτο την προστάτευε ως κόρην οφθαλμού, που λένε. Σιγά σιγά, όλο και λιγότερο μιλούσε, όλο και λιγόστευαν οι φίλοι γύρω του, όλο και πιο παράξενος γινόταν. Ενοιωθε ότι η γλώσσα του κινδύνευε και ότι η καθημερινή της χρήση ήταν ήδη μια μεγάλη αποκοτιά.
Μια μέρα, αποφάσισε να πάψει να την εκθέτει εντελώς και σταμάτησε να μιλά. Ετσι, άρχισε να τρέφεται με σωληνάκια από τη μύτη, ώστε να μην ανοίγει καν το στόμα του. Εφερνε που και που τη γλώσσα του ίσαμε τα χείλη, αλλά γρήγορα την έχωνε ξανά μέσα στη στοματική κοιλότητα φοβούμενος μια απότομη κίνηση που θα μπορούσε να της αποκόψει κάποιο μικρό κομμάτι.
Χαιρόταν πάντως που την ένοιωθε ζωντανή, να κλωθογυρνά ανάμεσα στις μασέλες του, ώσπου του πέσαν' όλα τα δόντια. Δεν στενοχωρέθηκε καθόλου, καθώς δεν τα χρησιμοποιούσε ούτε για να τραφεί αλλά ούτε και για να χαμογελάσει. Ο νους του και όλες του οι δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στη διαφύλαξη της γλώσσας.
Οταν το στόμα του γέμισε μούχλα, όταν σάπισαν εσωτερικά τα μάγουλα και ο ουρανίσκος, όταν η γλώσσα έμεινε αγκυλωμένη από την ακινησία σαν υπέρβαρη δυσκίνητη χελώνα, αυτή η γλώσσα που έμοιαζε στα νιάτα της με χέλι ευέλικτο και σαύρα χορευταρού, τότε κατάλαβε πολλά ο άνθρωπος αυτός για την αγάπη της γλώσσας.
Ηταν όμως αργά όταν αποφάσισε να τη βγάλει ξανά στη γύρα, να δείξει τα κάλλη της σε φίλους και αγνώστους, να θαμπώσει με την ομορφιά της τον κόσμον όλο. Ηταν αργά γιατί η γλώσσα που υπεραγαπούσε και προστάτευε τόσα χρόνια με πόνο ψυχής, η γλώσσα για χάρη της οποίας είχε αποστερηθεί φίλους και απολαύσεις, η γλώσσα αυτή δεν μιλιόταν πια από κανένα. Κανείς δεν την καταλάβαινε πια αυτή τη γέρικη γλώσσα που μύριζε μούχλα και σαπίλα.
Αυτός που αγαπούσε τόσο πολύ τη γλώσσα του, δεν κατάλαβε ότι η γλώσσα είναι κάτι τι ζωντανό, κάτι που ομορφαίνει και πλουτίζει όσο χορεύει και τριγυρνά στον κόσμο. Δεν κατάλαβε ότι μια γλώσσα φυλακισμένη δεν αργεί να πεθάνει, να νεκρωθεί.
Γυρνά ακόμα ανάμεσά μας ο άνθρωπος αυτός, τον βλέπουμε εδώ κι εκεί να προσπαθεί να αρθρώσει κάποιες λέξεις στριφογυρίζοντας την άχαρη δυσκίνητη γλώσσα του ανάμεσα σε άδειες μασέλες, φτύνοντας σάλια δεξιά ζερβά. Κανείς δεν τον καταλαβαίνει και όλοι τον αποφεύγουν. Είναι εκείνος που σκότωσε από αγάπη.
3 σχόλια:
Καταπληκτική παραβολή maman!
Πάρα πολύ καλό!!!
Θυμίζεις Paolo Coelho. Τη σταχτοπούτα πότε θα μας την πεις?
Δημοσίευση σχολίου