τα γεροντομπασμένα
Ετσι έλεγ' η γιαγιά μου κάτι σπασικλάκια που πετιόντουσαν στις σοβαρές κουβέντες "σαν πορδές" -σύμφωνα με την ορολογία καλομαθημένης κοντέσας που πέταγε τις σπόντες της με χάρη. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως η πανέμορφη και κομψότατη γιαγιά μου θα ξεστόμιζε ποτέ "κακές λέξεις" και, όταν το διέπραττε, οι λέξεις αυτές έπεφταν σαν ανοιξιάτικη βροχούλα και δρόσιζαν την ατμόσφαιρα. Αμέσως μετά, βέβαια, έβαζε το γαντοφορεμένο χεράκι της μπροστά στα χείλη λέγοντας "Ού, ντροπή, τι είπα πάλι!"
Τα γεροντομπασμένα ήταν αγοράκια συνήθως, με εξαίρεση τη μικρή εγγονή μιας φίλης της, που όμως ήταν "σαν" γεροντομπασμένο. Αυτό το "σαν" έκανε τη διαφορά.
Μια φίλη μου εικαστική καλλιτέχνις έχει ένα εγγονάκι, εντελώς γεροντομπασμένο. Δεν τολμώ να ανταλλάξω δυο λέξεις με τη γιαγιά του και -πριτς!- πετιέται. Αγοράκι, φυσικά, το άτιμο!
Το σκέφτομαι με άγρια χαρά όταν θα μεγαλώσει και θα γίνει ένας γεροντομπασμένος κύριος -από της φασκιές- που δεν θα μπορεί να ξεκολλήσει, να ξαπλώσει το πνεύμα του, από το πολύ "μπάσιμο". Οπως το πυκνό ύφασμα που το λέν' "κετσέ" περίπου ή σαν ένα μάλλινο πουλόβερ πλυμένο σε καφτό νερό -για να καταλάβουν οι νεότεροι.
1 σχόλιο:
Καταλάβαμε πλήρως maman!
Δημοσίευση σχολίου