ο πλέξας του πλέξαντος και ο κλωσσήσας διαπλεκόμενος
Μια μικρή πονεμένη -και περιπεπλεγμένη- ιστορία για πλεχτά ζιπουνάκια προορισμένα για κοτούλες και πασχαλινά αυγουλάκια, λόγω των Αγίων ημερών που πλησιάζουν -και φεύγουν ταυτοχρόνως.
Νομίζω ότι το παραξήλωσα με τον τίτλο και θα μπώ γρήγορα στο ζουμί:
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοτέτσι. Μέσα στο κοτέτσι ζούσαν άφθονες κοτούλες, που γένναγαν αυγουλάκια. Μια μέρα, μια κοτούλα πήρε το αυγό μιας άλλης κοτούλας και το παρουσίασε για δικό της. Την άλλη μέρα, μια άλλη κοτούλα έκανε το ίδιο. Σιγά σιγά, καμιά κοτούλα δεν ήξερε ποιο ήταν το δικό της αυγουλάκι. Ετσι, μια άλλη μέρα, μια κοτούλα σκέφτηκε να σημαδέψει το δικό της αυγουλάκι κι έπλεξε ένα ζιπουνάκι και του το φόρεσε.
Οι υπόλοιπες κοτούλες ζήλεψαν και πλέξαν κι εκείνες ζιπουνάκια για τα αυγουλάκια τους και σε λίγο όλα τα αυγουλάκια φορούσαν πλεχτά ζιπουνάκια. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε «διαπλοκή των αυγών» αν και τα αυγουλάκια δεν έφταιγαν σε τίποτα, μόνο που φορούσαν τα ζιπουνάκια και, ως αυγουλάκια, δεν είχαν χεράκια να τα βγάλουν από πάνω τους. Ασε που, και χεράκια να είχαν -λέμε τώρα- τα ζιπουνάκια ήταν ζεστούτσικα και τους χάριζαν μια θαλπωρή, σαν κλώσσημα περίπου.
Οπότε, οι κοτούλες μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, που λέει κι η παροιμία: Με τα πλεχτά ζιπουνάκια γλίτωσαν το κλώσσημα και ήταν ελεύθερες να αναπτύσσουν κοινωνική δράση -λέμε τώρα, γιατί τί είδους κοινωνική δράση μπορεί να αναπτύξει μια κότα; Η κοτούλα είναι πλεγμ.. ωπ! πλασμένη να κάθεται σε ένα κοτετσάκι και να γεννά αυγουλάκια. Ετσι δεν είναι; Ναι, έτσι είναι για μας, που είμαστε άνθρωποι, άντε όμως να το πούμε και στις κότες αυτό -και να τις πείσουμε κιόλας! Μια κοτούλα είναι πολύ πολύ πεισματάρα, ακριβώς επειδή της λείπει ο πολύς νους και δεν έχει τη δύναμη να σκεφτεί, μόνο κάνει πως σκέφτεται. Γέρνει το κεφαλάκι της, κουνά το λειρί ελαφρά, σε κοιτάζει σοβαρά σοβαρά, ανοίγει λίγο το ράμφος, σα να λέει «κοίταξέ με, τώρα σκέφτομαι!»
Η δυσκολία και ο πόνος της ιστορίας αυτής -είναι πονεμένη όπως είπαμε- οφείλεται κυρίως στο ότι ο ιδιοκτήτης του κοτετσιού ήταν απόλυτα εξαρτημένος από αυτό. Οι κοτούλες και τα αυγουλάκια που γεννούσαν ήταν το μοναδικό του στήριγμα, έτσι δεν μπορούσε ή δεν ήξερε τον τρόπο να βάλει σε τάξη αυτό το κοτέτσι. Απλώς περιοριζόταν να παίρνει τα αυγουλάκια, να τα πουλάει, να ταΐζει φαστ φουντ τα παιδάκια του και να ψωνίζει σερβιέτες με φτερά για τη σύζυγο. Ο ίδιος για τον εαυτό του δεν ψώνιζε σχεδόν τίποτα, μόνο μια εφημερίδα κάθε Κυριακή και όχι πάντα την ίδια.
Οταν όμως τα αυγουλάκια φορέσαν ζιπουνάκια, κλωσσήθηκαν κι έβγαλαν από μέσα τους κι άλλες πολλές κοτούλες που πλέκαν κι αυτές ζιπουνάκια για τα νέα αυγουλάκια τους κι έτσι δεν υπήρχε πλέον ούτε ένα αυγό για πούλημα. Της παρακαλούσε το αφεντικό τους, να του δίνουν έστω λίγα αυγουλάκια να τρέφεται και να ζει αξιοπρεπώς, οι κοτούλες όμως δεν χαμπαριάζανε τίποτα, δεν ίδρωνε το αυτί τους που λένε, και τον εμπαίζαν στα ίσια, τον κοροϊδεύαν μέσ' στα μούτρα του, που λένε. Μια μέρα, επιτέλους, ξύπνησε ο ιδιοκτήτης του κοτετσιού και άρχισε, για να τραφεί και να ζήσει αυτός κι η οικογένειά του, να σφάζει τις κοτούλες κι αυτές έκραζαν πριν το σφάξιμο σαν κοράκια. Από τα κακαρίσματα «κοκοκο κοκο κοκοκο» περάσαν απότομα στο «κρα κρα κρα», αλλά, όπως δεν ίδρωνε το αυτί τους όταν το αφεντικό τους τις παρακάλαγε να του δίνουν αυγά κι εκείνες τα κλωσσούσαν, έτσι τώρα πια δεν ίδρωνε το αυτί του αφεντικού. Εσφαζε ακατάπαυστα.
..κι εκεί απάνω, ξύπνησα!..
(από τα κακαρίσματα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου