η αποφαση
Μπηκε στο Καταστημα Κοινωνικης Υγιεινης. Ειχε δυσκολευτει πολυ να παρει αυτη την αποφαση, σημερα ομως το πραγμα ειχε φτασει στο απροχωρητο.
«Εχετε καρτελα;» τον ρωτησαν.
«Οχι» απαντησε.
«Γιατι;» ρωτησε μια ξερακιανη πισω απο το γκισε.
«Επειδη δεν χρειαστηκα μεχρι τωρα τις υπηρεσιες σας» απαντησε χαλαρα.
«Μαρια, κοιταξε να το επιβεβαιωσεις!» φωναξε η ξερακιανη στη χειριστρια του ον λαιν συστεμ.
«Δεν υπαρχει στο αρχειο μας», απαντησε συντομα εκεινη με το ονομα Μαρια.
«Την ταυτοτητα σας, να συμπληρωσουμε τα στοιχεια σας παρακαλω», ειπε η κοπελα που καθοταν στο γραφειο.
Εδωσε την ταυτοτητα του, τα στοιχεια γραφτηκαν σε ενα χαρτονι γαλαζωπο, «περαστε να υπογραψετε», του ειπαν και «αν εχετε διακοσιες δραχμες πληρωνετε, αν δεν εχετε δεν πειραζει», συμπληρωσε η ξερακιανη, εκεινος ειχε και πληρωσε, «περιμενετε να φωναξουν το ονομα σας», περιμενε υπομονετικα μεχρι που ακουσε το ονομα του και ακολουθησε εκεινον που το φωναξε.
Μπηκε πισω απο τον γιατρο στο δωματιο με τους ασπρους τοιχους. Τον τρομαζε το ασπρο χρωμα. «Καθιστε», του ειπε ο γιατρος, αφου καθισε ο ιδιος στο γραφειο του. Οι δυο καρεκλες μπροστα στο γραφειο ηταν και αυτες ασπρες, ντυμενες με πλαστικο -απομιμηση δερματος. Καθισε.
«Τι σας φερνει εδω;» ρωτησε ο γιατρος και εκεινος αρχισε να μιλαει. Στην αρχη βιαστικα και δυνατα, μετα πιο ησυχα. Μιλουσε για ενα σωρο περιφερειακα προβληματα, αλλα για το βασικο προβλημα που τον ειχε οδηγησει στο Κοινωνικο Καταστημα δεν ελεγε λεξη. Κοιταγε τα χερια του, τα νυχια του που θελαν κοψιμο, τα ξυλινα ποδια του γραφειου απεναντι του. Εριχνε και μερικες φευγαλεες ματιες στο προσωπο του γιατρου, που το συμπονετικο του βλεμμα τον προετρεπε να συνεχιζει τη λογοδιαρροια.
«Πως θα χαρακτηριζατε τον εαυτο σας;» ρωτησε ο γιατρος.
«Δηλαδη;»
«Ως ενα ομορφο καλοκαμωμενο αντρα, ας πουμε...»
«Ας πουμε», απαντησε την ωρα που θα ηθελε να πει «ως ενα χαριτωμενο κοριτσι».
«Τελειωσαμε για σημερα», ειπε ο γιατρος, «τι σας χρωστω;» ρωτησε εκεινος, «τιποτε», απαντησε ο γιατρος συμπληρωνοντας «παρτε αυτα τα χαπια και να ερθετε σε δεκα μερες». Χαιρετηθηκαν και βγηκε γρηγορα στο δρομο.
Αρχισε να ξεμακραινει ενω ενοιωθε το κεφαλι του μουδιασμενο μεσα κι εξω. Αποφασισε να περπατησει στη σχεδον αδεια πολη του. Περπατουσε χαζευοντας χωρις σκοπο. Χαζευε βιτρινες και παρατηρουσε τους ανθρωπους που ερχοντουσαν καταπανω του. Ολα τα προσωπα θλιμμενα, ολα τα βλεμματα κοιταζαν κατω. Εδωσε ελεημοσυνη, κατι που δεν συνηθιζε να κανει, σε καποια μαυριδερη χουφτα. Εδωσε και λιγες δραχμες σε κατι μουσικους.
«Την επομενη φορα θα μιλησω», υποσχεθηκε στον εαυτο του. Σιγουρα, θα μιλουσε στο γιατρο για το κομματι κρεας που περισσευε απο το σωμα του και κρεμοταν αναμεσα στα μπουτια του. Σιγουρα θα μιλουσε για το επιπεδο και σκληρο του στερνο, που θα το προτιμουσε φουσκωτο και απαλο. Σε δεκα μερες θα μιλουσε.
Αφησε το ματαιο τουτο κοσμο - η καρδια του τον προδωσε, δεν αντεξε- πριν προλαβει να μιλησει για το προβλημα του στον ειδικο και σιγουρα θα πηγε εκει οπου δεν υπαρχουν διακρισεις: οι αγγελοι δεν εχουν φυλο. Ετσι λενε τουλαχιστον.
___________________
ΣΗΜ. στη μνημη του αξεχαστου φιλου Γιωργου, που δεν προλαβε να γινει Αλεκα -οπως επιθυμουσε. Περασαν κιολας εικοσιτοσα χρονια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου