το δέρμα του σουμέριου πυρπολητή
(ένα προφητικό κείμενο)
Τα δάση στη χώρα των σουμέριων ήταν πολύ εύφλεκτα, επειδή υπήρχαν πολλοί θάμνοι χαμηλά και οι σουμέριοι δεν καθάριζαν συχνά το έδαφος κι έπεφταν κουκουνάρες και με τον παραμικρό σπινθήρα πιάναν φωτιά κι έσκαγαν και η φωτιά εξαπλωνόταν και καιγόντουσαν τα δάση σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Βεβαίως, εκείνη την εποχή μάλλον δεν υπήρχε το μέτρο ως μονάδα μέτρησης αποστάσεων, οπότε, ούτε χιλιόμετρα υπήρχαν, αλλά οι απεικονίσεις του μυαλού μου έτσι δείχνουν, «ακτίνες πολλών χιλιομέτρων», και αδυνατώ να τις αμφισβητήσω, πού να τα βάζω και με το μυαλό μου τώρα...
Στα δάση αυτά υπήρχαν φυλάκεια πυροσβεστών, όπου αρχηγός ήταν ο αρχιπυροσβέστης, ο οποίος ουδέποτε είχε πατήσει το πόδι του σε δάσος, επειδή τον πείραζε η υγρασία, μερικοί μάλιστα λέγαν ότι εκείνος πυροδοτούσε τις φωτιές «για να στεγνώξει καμιά φορά αυτός ο τόπος», όπως του ξέφευγε κι έλεγε κάπου κάπου, εν τη ρύμη του λόγου που λένε, αλλά τα πολλά λόγια είναι φτώχεια και οι σουμέριοι κάθε άλλο παρά φτωχοί ήταν. Ζάπλουτοι, με δεκάδες άλογα κι εκατοντάδες αιγοπρόβατα ο φτωχότερός τους, με σπίτια μαρμαρένια δεμένα με καΐτια από ξύλο σκληρό τριανταφυλλιάς τα περισσότερα, αυτοί ήταν οι σουμέριοι σε γενικές γραμμές.
Σε ειδικές γραμμές, ήταν γραμμένο το κισμέτ τους, ότι θα πάνε όλοι από την κακιά αρρώστια, μια φάουσα που έτρωγε τα σπλάχνα του ανθρώπου και το δέρμα του τό 'κανε μελιτζανί. Επίσης, η αρρώστια αυτή κόνταινε το σώμα και το πάχαινε από τη μέση και κάτω απεριόριστα, ενώ από τη μέση και πάνω το λέπταινε ανυπερθέτως, έως ότου το κεφάλι κρεμόταν στα πλάγια, δεδομένου ότι δεν έμενε σχεδόν λαιμός να το κρατά σε όρθια στάση. Φοβερή και τρομερή αρρώστια, ειδικά για ένα περήφανο λαό όπως οι σουμέριοι, που είχαν σε ιδιαίτερη υπόληψη τα καλογυμνασμένα νεανικά σώματα. Το μόνο παρήγορο ήταν για όσους αρρώσταιναν, η τοποθέτησή τους σε υψηλές θέσεις της κρατικής ιεραρχίας το λίγο χρόνο που τους έμενε έως ότου αποδημήσουν στους κήπους της Ιστάρ ή Αστάρτης, μιας θεάς μίγμα Αφροδίτης και Αρτέμιδας.
Την ημέρα που ασθένησε ο βοηθός πυραγού, ο ανθυποπυραγός Ιουραίος, ο ήλιος βρισκόταν στον αστερισμό των διδύμων δεινοσαύρων, έτσι το δέρμα του δεν έγινε μελιτζανί αλλά πράσινο και απέκτησε μια τεράστια ανθεκτικότητα στη φωτιά αλλά και σε κάθε κακουχία. Ούτε τρυπιόταν, ούτε καιγόταν, ούτε έμπαζε νερό. Αδιάβροχο, άκαυστο, θεόγερο -που έλεγ' η γιαγιά μου για τα υφάσματα της UNRA. Με ένα τέτοιο δέρμα, σίγουρα μπορούσε να γίνει και πρωθυπουργός, μόνο που αυτό δεν θα κρατούσε για πολύ. Ρώτησαν λοιπόν τον σουμέριο ανθυποπυραγό αν ήθελε να γίνει πρωθυπουργός. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά και ζήτησε αντ' αυτού τη θέση του πυρπολητή δασών. «Μια ζωή τα έχω άχτι αυτά τα δέντρα, δώστε μου την ευκαιρία να τα ξεπαστρέψω» είπε στον πρώτο άρχοντα Χαμουραμπόπουλο τον Γ' κι εκείνος δέχτηκε και τον τοποθέτησε στο δάσος των αστροχαυτών.
Το δάσος αυτό φημιζόταν για την αντοχή του στη φωτιά, είχαν πέσει χιλιάδες κεραυνοί και η υγρασία του κατάφερνε να τους σβήνει ατάκα κιεπιτόπου, που λένε, για τούτο το είχαν παρομοιάσει με τους αστροχαύτες, τα όρνεα που κατάπιναν δέκα αστέρια στη καθισιά τους. Ο Ιουραίος, μόλις μπήκε στο δάσος δεν έπιασε αμέσως δουλειά, αλλά κάθισε σε μια κοτρώνα να σκεφτεί πώς θα δράσει. Βεβαίως, ζήτησε τη βοήθεια της Ιστάρ, η οποία ήρθε πίσω από το αυτί του και του ψιθύρισε «Αν πιάσει φωτιά το δέρμα σου, θα πιάσει και το δάσος». Σοφή θεά, μα την αλήθεια! Πώς δεν το είχε σκεφτεί από την αρχή; Εγδαρε λίγο από το δέρμα του να δοκιμάσει, άστραψε το τσακμάκι του, τίποτα. Το δέρμα δεν καιγόταν. «Το δέρμα θα καεί από δική σου φωτιά και όχι από ξένη» ξαναμουρμούρισε η θεά πίσω από το αυτί του. Τι να ήθελε να πει; Τι εννοούσε με το "δική σου φωτιά"; Εφτυσε στο χώμα και συγκέντρωσε τη σκέψη του.
Σκέφτηκε, σκέφτηκε, καμιά σκέψη δεν τον βοηθούσε, μέχρι που έβγαλε ένα δοχείο από το δισάκι του να φάει κάτι, είχε πεινάσει κιόλας τόσες ώρες στον καθαρό αέρα. Το δοχείο είχε μέσα το αγαπημένο του φαγητό: φασολάδα με μπόλικο σέλινο. Εφαγε, έφαγε, κι όσο έτρωγε σκεφτόταν, κι όσο σκεφτόταν τόσο έτρωγε κι άλλο, κι άλλο... ώσπου τινάχτηκε όρθιος. «Αυτό είναι!» έκραξε με βεβαιότητα κι έβγαλε όλα του τα ρούχα. Ετσι ημίγυμνος άρχισε να τρέχει πέρα δώθε στο δάσος των αστροχαυτών, κι όσο έτρεχε χώνευε τη φασολάδα με το μπόλικο σέλινο, κι όσο χώνευε τόσο έκλανε κι όπου έκλανε έπιαναν φωτιά τα χαμηλά κλωναράκια των δέντρων κι η φωτιά απλωνόταν σιγά σιγά στην αρχή και στη συνέχεια, σε ένα τρομερό λαμπερό κρεσέντο, όλο το δάσος καιγόταν σαν ένα τεράστιο πυροτέχνημα διαρκείας. Ο ανθυποπυραγός έγινε κάρβουνο κι έσβησε με το σβήσιμο της φωτιάς, μερικούς μήνες μετά, όταν έγινε ο κατακλυσμός του Γκιλγκαντεμήδη, τη μόνη πράξη του ήρωα αυτού που έφερε ευτυχία στους ανθρώπους.
________________________
ΣΗΜ. το κείμενο γράφτηκε στις 30 Μάη 2007, 09:19 μμ, εδώ
2 σχόλια:
Πολύ καλό και τόσο προφητικό. Εξαίρετο κείμενο.
Σιγά βρε Δείμε.. ένα παιχνιδάκι έπαιξα, δοκιμάζοντας να σκαρώσω μια ιστορία "παραπληροφόρησης", ένα βράδυ που είχα πήξει μελετώντας για τους σουμέριους.
Αυτοί οι παλιοί πολιτισμοί με γοητεύουν από τη μια, κι από την άλλη με... νευριάζουν!
..μάλλον επειδή δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες γι αυτούς και παραμένουν μυστηριώδεις..
Μερσί πάντως:-)))
Δημοσίευση σχολίου