Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2007

όταν διαβάζαμε




διαβάζαμε ρομπέν των δασών και τομ σόγερ με ωμέγα και περισπωμένη στο ω αλλά τώρα ευτυχώς δεν έχει περισκοτωμένες, όπως τις λέγαμε, και μερικοί τις νοσταλγούν και λένε πως ομορφαίναν τις σελίδες των βιβλίων εμένα όμως μου φαίνεται ότι καλύτερες είναι σήμερα οι σελίδες, πιο καθαρές και πιο ταχτικές και δεν μου λείπουν οι περισπωμένες ούτε οι υπογεγραμμένες ούτε τα πνεύματα αν και ήμουν άριστη στην ορθογραφία και θα μπορούσα και σήμερα να γράψω ολόσωστα σε πολυτονικό αλλά δεν το θέλω και καλά έκανε ο Ράλλης και τού'δωσε τα παπούτσια στο χέρι να πάει στον αγύριστο αλλά έλα μου ντε που επανέρχεται σε συζητήσεις "σοβαρών" ανθρώπων και όπως μια φίλη πολύ σοβαρά μου έλεγε αυτή η εξαφάνιση του πολυτονικού φταίει που τα παιδιά είναι πιο χαζά από όσο ήταν παλιά αλλά διαφωνώ σε αυτό και της το λεω κατάμουτρα -έχω το θάρρος και της το λέω έτσι- ότι τα τωρινά παιδιά όσο πάει και πιο έξυπνα γίνονται και η γνώμη μου είναι ότι ποτέ τα παιδιά δεν είναι χαζά απλώς τα κάνουν και χαζεύουν οι μεγάλοι και για τούτο ποτέ δεν χώνευα τους μεγάλους, έχω ξεκαθαρίσει τη θέση μου πάνω σε αυτό, οι μεγάλοι ανήκουν σε διαφορετική συνομοταξία, κανονικά θα έπρεπε να τους λένε κολλημένους επειδή κολλάει το μυαλό τους κάπου με κάποιο τρόπο άγνωστο που ακόμα δεν έχει ανακαλυφτεί το γιατί και παύει να παίρνει μπρος σαν σακαράκα χαλασμένη και σαν στρατιωτικό υπόλειμμα σε πεδίο μάχης, της μάχης που αρνούνται να δώσουν επειδή βολεύτηκαν με κάποιο τρόπο, δηλαδή θεωρούν ότι είναι βολεμένοι και αυτό που έχουν ανάγκη είναι μονάχα να δοξάζονται για τις γνώσεις, τη σοφία και τη μεγαλοσύνη τους

ΑΜΗΝ

διαβάζαμε και ιούλιο βερν και ό,τι έπεφτε στα χέρια μας και τα μυστήρια της κεφαλονιάς του λασκαράτου διάβασα και μυνχάουζεν και παπαδιαμάντη "τα παδικά" και σοπενχάουερ -έτσι τον γράφαν τότε, με χ μετά το ν- και νίτσε στη βιβλιοθήκη της γιαγιάς μου κλεισμένη με πυρετό, άλλες εποχές εκείνες, πηγαίναμε και σινεάκ όπου ακόμα και με τη συνοδεία του πατέρα κάτι καλοί κύριοι βάζαν χέρι στα μικρά παιδιά και αντί να ελέγξουν και να πιάσουν τους κυρίους κλείσανε το σινεάκ και είχα δει εκεί πέρα σαρλό και τρίο στούτζες και αδελφούς μαρξ και άμποτ και κοστέλο και χοντρό λιγνό και εκείνο το μουγγό που δε γέλαγε ποτέ αλλά ήταν πολύ αστείος και όλο τρομερά πράγματα του τύχαιναν και ήταν για κλάματα και απορούσα πώς οι άλλοι γέλαγαν με αυτά, ναι το μπάστερ κίτον εννοώ, όταν μεγάλωσα αρκετά και έμαθα τι θα πει αυτοσαρκασμός γέλαγα και'γώ με τα παθήματά του αλλά το γέλιο δεν ήταν τόσο για κείνον -ήταν για μένα

ΑΜΑΝ

διαβάζαμε και τα μαθήματα αλλά αυτά μόνο λίγο πριν τους διαγωνισμούς ήταν η καλύτερή μου να κλείνομαι στο δωμάτιό μου και να μη με ενοχλεί κανείς δεν είχε ούτε πετάξου στο χασάπη ούτε πετάξου για τσιγάρα ούτε τσακίσου να τα πας πίσω αυτά τα μήλα είναι για πετροβόλημα και πού τά'χες τα μάτια σου και σε γέλασε ο μανάβης κι έτσι ανέβαζα το καπάκι του μικρού μου γραφείου και αποκατω είχα διάφορα σύνεργα και ζωγράφιζα ή έκανα χαρτοκολλητικές και πέρναγαν ζάχαρη οι μέρες των διαγωνισμών και άκου τώρα κάτι περίεργο έγραφα άριστα χωρίς να ανοίξω βιβλίο έξτρα

ΟΥΦΦΦ

διαβάζαμε κι εφημερίδες τι εφημερίδες απογευματινή έμπαινε στο σπίτι με το τσακιτζή ένα τούρκο παληκαρά που όλο ερωτευόταν και έκανε διάφορα ακατάλληλα στα όρη -ο ιππότης των ορέων λεγόταν- και τον έβαζε σε συνέχειες η εφημερίδα και όταν πηγαίναν σινεμά τα καλοκαιρινά βράδια οι γονείς και η αρετή κοιμόταν άναβα το ψόφιο φωτάκι του διαδρόμου -ο διάδρομος ήταν ένα μέρος που δε φαινόταν απέξω καθόλου αν έχει φως- και άπλωνα την εφημερίδα στο πάτωμα και τη ξεκοκκάλιζα για δυο ωρίτσες κι έτσι είχα διαβάσει για τον πλουμπίδη και είχα δει τη φωτογραφία πεσμένος χάμω ήταν με ένα πουκαμισάκι και είχα μάθει για κάποιον που δολοφόνησε κάποιον ονόματι πεπέ αλλά δεν καταλάβαινα τι διάβαζα και ρώταγα την αρετή τα πρωινά να μου εξηγεί και κείνη έλεγε διάφορα κάποτε απάνταγε κάποτε όχι και έλεγε μη με ρωτάς θα το πω στη μάνα σου αλλά ευτυχώς δεν έλεγε τίποτα όμως μια φορά αρχισα να συζητώ με τον πατέρα μου και από εκείνον έμαθα πολλά πράγματα και το λόγο που ψώνιζε απογευματινή ενώ οι γείτονες έπαιρναν τη βραδυνή και το έθνος -άλλη εφημερίδα δεν είχα δει τότε, ούτε στο περίπτερο- και ξέχασα να γράψω ότι στην απογευματινή βάζαν σε συνέχειες το τζέιμς μποντ "πράκτωρ 007 σε παγίδα" το λέγαν το ανάγνωσμα κι έγραφε για ένα παληκαρά που έκανε πολλά ακατάλληλα με διάφορες κοπέλες και μια φορά έγραφε ότι της είχε δαγκώσει το όρος της αφροδίτης κι εκείνη γελούσε και ρώτησα την αρετή ποιο είναι αυτό το όρος και πού βρίσκεται γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ πώς γίνεται να σε δαγκώνει κάποιος και να γελάς και η αρετή μου είπε ότι είναι στο εσωτερικό της παλάμης και δάγκωνα την παλάμη μου αλλά δεν γαργαλιόμουν καθόλου

ΣΝΙΦ


Metablogging.gr Comments Headline Animator